- συκίδιον
- σῡκ-ίδιον [κῐ], τό, Dim. of σῦκον, Ar.Pax 598.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συκίδιον — τὸ, Α υποκορ. μικρό σύκο ή μικρή συκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκ έα + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
συκιδίων — σῡκιδίων , συκίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίδια — σῡκίδια , συκίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)